- ἄχναν
- ἄχνᾱν , ἄχνηanything that comes off the surfacefem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τέγγω — Α 1. υγραίνω, μουσκεύω («τέγγε πλεύμονας οἴνῳ», Αλκ.) 2. υγροποιώ 3. πλένω («ἐν θαλάττῃ τέγγει τοὺς πόδας», Πλάτ.) 4. μτφ. α) προκαλώ τον οίκτο β) κηλιδώνω («οὐ ψεύδεϊ τέγξω λόγον», Πίνδ.) 5. μέσ. τέγγομαι κλαίω, θρηνώ 6. φρ. α) «τέγγω δάκρυα [ή… … Dictionary of Greek